- αμιλλώμαι
- (-άομαι) (Α αμιλλῶμαι)αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαινεοελλ.είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτιαρχ.1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω κάτι, πασχίζω, μοχθώ2. γίνομαι αντικείμενο άμιλλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμιλλα.ΠΑΡ. αρχ. ἁμίλλημα, ἁμιλλητήρ, ἁμιλλητικόςαρχ.-μσν.ἁμιλλητήριος.ΣΥΝΘ. ἀνθαμιλλῶμαι, διαμιλλῶμαι, συναμιλλῶμαιαρχ.ἐναμιλλῶμαι, ἐξαμιλλῶμαι, παραμιλλῶμαι, προσαμιλλῶμαι].
Dictionary of Greek. 2013.